-
1 διορατικος
-
2 εφιστημι
ион. ἐπίστημι (fut. ἐπιστήσω, aor. ἐπέστησα - тж. med., pf. ἐφέστηκα; для непереход. знач.: praes. ἐφίσταμαι, fut. ἐπιστήσομαι, aor. 2 ἐπέστην, pf. ἐφέστηκα)1) ставить, устанавливать, класть(τὸν κύλινδρον τῷ τάφῳ Plut.; οἱ λέβητες ἐπεστεῶτες Her.)
2) надстраивать, возводить(τεῖχος τείχει Thuc.; χελώνην ἐπὴ τῇ φρεατίᾳ Xen.)
3) воздвигать(πύργους ἐπὴ τῶν γεφυρῶν Plat.)
ἥ ἐκ μέσου ἐπισταθεῖσα ὀρθή Arst. — восстановленный из середины (основания) перпендикуляр4) расставлять, размещать(ἱππέας κύκλῳ τὸ σῆμα Her.; ὅρους ἐπὴ τέν οἰκίαν Dem.; τὰς ἱππηγοὺς ἐπί τινι Polyb.)
ἐπιστήσασθαι φρουρούς Xen. — расставить вокруг себя стражу5) приставлять, присоединятьτῷ βίῳ τῷ βεβιωμένῳ τέν μοῖραν ἐπιστήσειν πρέπουσαν Plut. — увенчать прожитую жизнь славным концом;
τέλος ἐπιστήσασθαι Plut. — положить конец6) нагонять, наводить, причинять(λοι μικήν τινα πολέμου διάθεσίν τινι Polyb.; κατάπληξίν τινι Diod.)
7) ставить (во главе), назначать(λοχαγούς Xen., δεσπότας καὴ ἄρχοντάς τινι, στρατηγὸν στρατοπέδῳ Plat. τινὰ ἐπὴ συμμάχων Polyb.; τινὰ ποιεῖν τι Arst.)
ἐ. τινὰ τέλει τινί Aesch. — возложить на кого-л. что-л.;ἐ. τινὰ ἐπιμελεῖσθαί τινος Isocr. — возложить на кого-л. заботу о чем-л.;ἐ. τινὰ τοῖς πράγμασι Isocr. — поставить кого-л. во главе дел;ἐπισταθεὴς τῇ περὴ τὸ σιτικὸν οἰκονομίᾳ Plut. — уполномоченный ведать продовольственным снабжением8) приставлять, назначать(ἐπὴ τοῖς παισὴ παιδαγωγοὺς θεράποντας Xen. и τοῖς παισὴ διδασκάλους Aeschin.; τινὰ φύλακά τινι Aesch., Plat., Plut.; κύνα ἐπὴ ποίμνην φυλάττειν Dem.)
9) (тж. ἐ. τέν γνώμην Isocr., τέν διάνοιαν Arst. и τὸν νοῦν Diod.) обращаться мыслью, уделять внимание, размышлять(κατά τι Isocr., περί τινος и περί τι Arst. и τινί Arst., Diod.)
10) останавливать, задерживать(τὸ στράτευμα Xen.; τέν ὁδόν Diod.; τέν φυγήν Plut.)
τὸν λόγον ἐπιστήσας Plut. — прервав свою речь;ἐ. τινὰ ἐπί τι Polyb. — останавливать чьё-л. внимание на чем-л.11) устанавливать, вводить(τὸν νόμον Arst.)
ἐ. τινὴ ἀγῶνα ἱππικόν Her. — учредить в честь кого-л. конные состязания12) устраивать, замышлятьἐφεστὼς σφαγῇ Eur. — задумавший убийство
(δίφρῳ, βηλῷ ἐπὴ λιθέῳ Hom.; πετρίνοις βάθροις Eur.; ἐπὴ τὰς σχεδίας Polyb.)
πυκνοὴ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι Hom. — (данайцы) стояли сомкнутым строем (ср. 14);τὸ τοῦ γάλακτος ἐπιστάμενον Her. — верхний слой (отстоявшегося) молока, молочные сливки14) стоять сзади, т.е. напирать, теснить(Ἀχαιοὴ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Hom. - ср. 13)
15) подходить, приближаться, aor. и pf. подойти, (рядом, вблизи) стоять, находиться(πύλαις Aesch.; δόμοις Eur.; ἐπὴ τὰς πύλας и ἐπὴ τῇ πόλι Her.; ἐπὴ τοῖς προθύροις Plat.; εἰς τοὺς ὄχλους Isocr.; τῇ οἰκίᾳ τινός NT.)
ὅ καιρὸς ἐφέστηκε NT. — время настало16) публично выступать(ἐπέστη τῶν ἄλλων κατήγορος Aeschin.)
17) приступать(ἐπί τι Dem.)
18) останавливаться(ἐπιστήσας εἶπε Xen.)
ἐπορεύετο ἄλλοτε καὴ ἄλλοτε ἐφιστάμενος Xen. — он продвигался, делая от времени до времени остановки;περὴ οὖ ὅ λόγος ἐφέστηκε Arst. — то, на чем остановилось (наше) рассуждение;βραχὺ προπλεύσας ἐπέστη Polyb. — немного проплыв, он остановился;ἐπιστῆναι ἐπὴ τὰς θύρας Plat. — остановиться в дверях;τῶν νεῶν τινες ἐπέστησαν τοῦ πλοῦ Thuc. — некоторые из кораблей задержали свой ход;μικρὸν ἐπιστὰς ἀποθνήσκει Luc. — спустя короткое время, он умирает19) быть приставленным для охраны или наблюдения, стоять во главе(χρημάτων Eur.; προβατίοις Arph.; ἐπὴ τῆς πολιτείας Dem.)
οἱ ἐπεστεῶτες Her., ἐφεστηκότες Xen., Dem. и ἐφεστῶτες Arst. — начальники, власти20) являться, приключатьсяεὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Her. — спящему (Крезу) приснился сон;
πρίν μοι τύχη τοιάδε ἐπέστη Soph. — прежде чем со мной приключилось это событие -
3 εξαγωγη
ἥ1) выведение (pl. τοῦ ἱππικοῦ Xen. и τῶν δυνάμεων Polyb.)2) снятие с мели (sc. τῆς νεός Her.)3) вывоз(σίτου Arst., Polyb.; σύκων Plut.)
πωλεῖν ἐπ΄ ἐξαγωγῇ Her. — продавать на вывоз4) право вывоза(ἐξαγωγέν δοῦναι Isocr., παρέχεσθαι Plat. и λαβεῖν Dem.)
5) опорожнение (кишечника)(αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαί Plut.)
6) удаление, изгнание(διάκρισις καὴ ἐ. Arst.)
7) исход, конец, окончание(τῶν παρόντων κακῶν Polyb.; ἐξαγωγέν ποιεῖσθαι περί τινος Polyb.)
8) кончина, смерть(ἢ μονέ ἐν τῷ βίῳ ἢ ἐ. Plut.)
9) юр. выселение, лишение права владения Isae., Dem. -
4 ζαω
(fut. ζήσω и ζήσομαι, aor. ἔζησα, pf. ἔζηκα, ppf. ἐζήκειν; opt. ζῴην; в атт. aor., pf. и ppf. обычно заменяются соотв. формами к βιόω)1) жить, быть в живых(ἔτεα ὀλίγα Her.)
ἄλλοτε μὲν ζώουσιν ἑτερήμεροι, ἄλλοτε δὲ τεθνᾶσι Hom. — (в подземном царстве Кастор и Полидевк) один день живы, другой - мертвы, т.е. попеременно оживают и умирают;οἱ ζῶντες Hom., NT. — живущие, живые;πᾶν τὸ ζῶν Plat. — все живое;ἐμεῦ ζῶντος Hom. — покуда я жив;τὸ ζῆν Plat., Arst. = ζωή;τοῦ εἶναί τὲ καὴ ζῆν ἕνεκα Plat. — для того, чтобы существовать и жить;ζῶντα κατακαυθῆναι Her. — быть заживо сожженным;εἰς τὸ ζ. ἰέναι Plat. — являться на свет, рождаться2) жить, проводить жизнь(εὖ Hom.; ἀβλαβεῖ βίῳ Soph.; ἐπιπονώτατα Xen.; ἐν ἐπιτηδεύμασιν ἐπιεικέσιν Arst.)
3) жить, получать пропитание, питаться(ἀπὸ κτηνέων καὴ ἰχθύων Her.; καρποῖς Dem.; ἔκ τινος Arph., Xen., Dem.)
ζ. βίον μοχθηρόν Soph. — вести жалкую жизнь;ἔχουσι ἐργαζόμενοι ζ. Arst. — им приходится жить своим трудом;οὐκ ἐπ΄ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὅ ἄνθρωπος погов. NT. — не единым хлебом будет жив человек4) быть в разгаре или в движенииζῶσα φλόξ Eur. — живое (яркое) пламя;
ὕδωρ ζῶν NT. — живая (проточная), перен. животворящая вода;γεωργία ζῶσα Arst. — кочевое земледелие5) быть в силе, быть действительным(ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα, sc. νόμιμα Soph.)
ἄτης θύελλαι ζῶσι Aesch. — бури бедствия (еще) не утихли;αἱ ξυμφοραὴ ζῶσαι μάλιστα τῶν βουλευμάτων Soph. — весьма живые, т.е. благотворные последствия указаний (Эдипа) -
5 καταμιαινω
1) пятнать, марать, осквернять(ψευδέσι γένναν Pind.; τὰ καλὰ ἐν τῷ τῶν ἀνθρώπων βίῳ Plat.; τὸ φῶς, sc. τοῦ λύχνου Luc.)
2) надевать траурные одежды, med.-pass. облекаться в траур Her. -
6 κινδυνευω
1) (тж. κ. κινδύνευμα Plat.) находиться в опасности, подвергаться опасности(τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ Her., περὴ τοῦ βίου Arph. и τῷ βίῳ Polyb.; ἀπολέσθαι Her. и ἀποθανεῖν Plut.)
πάντας κινδύνους κ. Plat. — идти на всяческие опасности;ὑπὲρ τῶν μεγίστων καὴ καλλίστων κ. Lys. — самоотверженно бороться за величайшие и прекраснейшие блага;τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος Thuc. — так как место оказалось в опасности;τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Dem. — город в величайшей опасности;κινδυνεύει ἐγκαλεῖσθαι στάσεως NT. — ему угрожает обвинение в мятеже2) отваживаться, рисковатьπερὴ αἰσχύνης κ. Lys. — рисковать навлечь на себя позор;
κ. περὴ τοῖς φιλτάτοις Plat. — рисковать самым ценным;κ. ψευδομαρτυρίαν Dem. — отважиться на лжесвидетельство3) идти в бой, сражаться(πρὸς τοὺς πολεμίους, ἐφ΄ ἵππου Xen.)
4) ( в сдержанных утверждениях) иметь вид, казаться, быть возможным(κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν Plat.)
κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι Xen. — у тебя будет возможность показать свою порядочность;κινδυνεύει impers. Plat., Plut. — возможно, как будто, пожалуй
См. также в других словарях:
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… … Dictionary of Greek
RHAMNUS — I. RHAMNUS oppid. fuit et portus Cretae in ora occidua, inter Phalasarnen, et Chersonesum, Ptol. II. RHAMNUS spinosa arbor, inter ἀείφυλλα Theophrasto, e qua sepes vivae fiebant, quibusdam videtur esse Alba Spina, quâ nulla hodie sepibus… … Hofmann J. Lexicon universale
δεινότητα — η (AM δεινότης) [δεινός] 1. η ιδιότητα τού δεινού, επικίνδυνη κατάσταση, κρισιμότητα («η δεινότητα τών περιστάσεων», «τὰς ἐν τῷ βίῳ περιστάσεις τὰς ἐχούσας δεινότητας») 2. φυσική ικανότητα, εξαιρετική δεξιότητα (ευφυΐα ή πανουργία) (α. «η… … Dictionary of Greek
καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… … Dictionary of Greek
πολύζηλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφός των τυράννων των Συρακουσών Γέλωνα και Ιέρωνα. Με τον θάνατο του Γέλωνα παντρεύτηκε τη χήρα του και ανέλαβε τη στρατηγία. Ήρθε σε σύγκρουση με τον αδελφό του Ιέρωνα που είχε αναλάβει την αρχή, αλλά η σύρραξη… … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek